μοριότμητος

μοριότμητος
μοριότμητος, ον,
A castrated, Anon.post Max.p.98 L.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μοριότμητος — μοριότμητος, ον (Α) απόκοπος*, ευνουχισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόριον «γεννητικό ανδρικό όργανο» + τμητός (< τέμνω), πρβλ. λαιμό τμητος, χειρό τμητος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”